- αγγελόμορφος
- -η, -οαυτός που έχει αγγελική μορφή, ωραίος, αγγελοκαμωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + μορφή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγγελόμορφος — η, ο αυτός που έχει μορφή αγγέλου, πολύ ωραίος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άγγελος — I Τη λέξη αυτή χρησιμοποίησαν οι Εβδομήκοντα, οι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης, για vα αποδώσουν την εβραϊκή λέξη μαλ ακ που σημαίνει αγγελιαφόρος, υπηρέτης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, οι α. είναι «αι στρατιαί», η αυλή του Θεού, όντα… … Dictionary of Greek
μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… … Dictionary of Greek
αγγελοκάμωτος — αγγελοκάμωτος, η, ο και αγγελοκαμωμένος, η, ο αγγελόμορφος, πλασμένος σαν άγγελος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)